- περιστεροειδής
- -ές, ΝΑαυτός που είναι όμοιος με περιστέρι ή που προέρχεται από τα περιστέριανεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιστεροειδήελληνική ονομασία τής οικογένειας πτηνών columbidae, στην οποία ανήκουν τα περιστέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.